- Ἡράκλειος
- Ἡρᾰκλειος, -α -ον1 of Herakles
ἀνορέαις δ' ἐσχάταισιν οἴκοθεν στάλαισιν ἅπτονθ Ἡρακλείαις I. 4.12
ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς (sc. Ζεύς) I. 7.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀνορέαις δ' ἐσχάταισιν οἴκοθεν στάλαισιν ἅπτονθ Ἡρακλείαις I. 4.12
ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς (sc. Ζεύς) I. 7.7Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἡράκλειος — of Heracles masc nom sg Ἡράκλειος of Heracles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek
ηράκλειος — α, ο αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του Ηρακλή, τεράστιος, υπερφυσικός: Ηράκλεια δύναμη. – Ηράκλειος άθλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηράκλειος — ο κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἡρακλείως — Ἡράκλειος of Heracles adverbial Ἡράκλειος of Heracles masc acc pl (doric) Ἡράκλειος of Heracles adverbial Ἡράκλειος of Heracles masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡράκλειον — Ἡράκλειος of Heracles masc acc sg Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc sg Ἡράκλειος of Heracles masc/fem acc sg Ἡράκλειος of Heracles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείων — Ἡράκλειος of Heracles fem gen pl Ἡράκλειος of Heracles masc/neut gen pl Ἡράκλειος of Heracles masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείοις — Ἡράκλειος of Heracles masc/neut dat pl Ἡράκλειος of Heracles masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείου — Ἡράκλειος of Heracles masc/neut gen sg Ἡράκλειος of Heracles masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείους — Ἡράκλειος of Heracles masc acc pl Ἡράκλειος of Heracles masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡρακλείῳ — Ἡράκλειος of Heracles masc/neut dat sg Ἡράκλειος of Heracles masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)